- ὀϊστοῦχος
- ὀϊστοῦχος, ον, (ἔχω)A arrow-holding,
φαρέτρα Hsch.
, Phot., Eust. 1024.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαρέτρα Hsch.
, Phot., Eust. 1024.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οϊστούχος — ὀϊστοῡχος, ον (ΑΜ) (για φαρέτρα) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. λυχν ούχος] … Dictionary of Greek
ὀιστοῦχον — ὀιστοῦχος arrow holding masc/fem acc sg ὀιστοῦχος arrow holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστούχου — ὀιστοῦχος arrow holding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek